- γυρίνους
- γύρινοςtadpolemasc acc plγυρί̱νους , γυρῖνοςtadpolemasc acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νέπα — Ετερόπτερα έντομα της οικογένειας των Νεπιδών. Ένα είδος διαδεδομένο στην Ευρώπη είναι η ν. η τεφρόχρους (nepa cinerea) που έχει μήκος περίπου 18 χιλιοστά, με σώμα ωοειδές, πολύ πεπλατυσμένο· ζει στα λιμνάζοντα νερά, αναπνέοντας με ένα λεπτό… … Dictionary of Greek
γατόψαρο — Κοινή ονομασία διαφόρων ειδών ψαριών που ανήκουν στην τάξη των σιλουριόμορφων (σίλουροι). Κοινά χαρακτηριστικά τους είναι οι μακρές στοματικές αποφύσεις που θυμίζουν τα μουστάκια της γάτας, οι οποίες χρησιμεύουν για την ανακάλυψη της τροφής τους… … Dictionary of Greek
κερατόφρυς — (Ceratophrys). Γένος άνουρων αμφιβίων, τα οποία χαρακτηρίζονται από την παρουσία μιας απόφυσης σαν κέρατο πάνω από κάθε μάτι. Ορισμένα από αυτά διαθέτουν μυζητήρες και φυμάτια, ενώ άλλα έχουν στο κεφάλι δερματικές αποστεώσεις. Οι κ. είναι συνήθως … Dictionary of Greek
λοφιίδες — (lophiidae). Οικογένεια τελεόστεων ψαριών, της τάξης των λοφιομόρφων, της υφομοταξίας των ακτινοπτερυγίων. Οι λ. έχουν περίεργο σχήμα και κολυμπούν άσχημα. Μοιάζουν με τους γυρίνους και το σώμα τους αποτελείται από το κεφάλι (πολύ μεγάλο,… … Dictionary of Greek
νεοτονία — Η διατήρηση της προνυμφικής, δηλαδή της νεανικής μορφής του ώριμου γενετήσια ατόμου. Η ν. είναι μερική ή προσωρινή, όταν, εξαιτίας εξωτερικών παραγόντων, διαπιστώνεται εξελικτική καθυστέρηση, χωρίς το άτομο να φτάσει στην αναπαραγωγική ικανότητα· … Dictionary of Greek